Κύριες μεταφράσεις |
sight n | (eyesight) | όραση ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | φως ουσ ουδ |
| My sight isn't very good without glasses on. |
| Η όρασή μου δεν είναι τόσο καλή χωρίς τα γυαλιά μου. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κινδύνεψε να χάσει το φως του. |
sight n | (view) | θέα ουσ θηλ |
| | θέαμα ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | εικόνα ουσ θηλ |
| The sight is amazing from on top of the Ferris wheel. |
| Η θέα από τη ρόδα του λούνα παρκ ήταν μαγευτική |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό. |
a sight n | (spectacle, [sth] to see) | αξιοθέατος επίθ |
| | θέαμα ουσ ουδ |
Σχόλιο: θέαμα: Για να αποδοθεί το νόημα πρέπει να συνοδεύεται από επίθετο. |
| The protest was certainly a sight to see. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η παρουσία τόσων αυτοκινήτων σε αυτό το μικρό χωριό ήταν κάτι το αξιοθέατο. |
| Η διαμαρτυρία ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον θέαμα. |
a sight n | ([sth] ugly) (με επίθετο) | θέαμα ουσ ουδ |
| (απαίσιο θέαμα) | χάλι, χάλια επίθ άκλ |
| Then he came out with his shirt unbuttoned. What a sight that was! |
| Στη συνέχεια βγήκε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Τι απαίσιο θέαμα! |
sight n | (gun: sighting device) | στόχαστρο ουσ ουδ |
| | σκόπευτρο ουσ ουδ |
| He looked through the sight for a few seconds while aiming the gun. |
| Κοίταξε μέσα από το στόχαστρο για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ σημάδευε με το όπλο. |
the sights npl | (tourist attractions, landmarks) | αξιοθέατα επίθ ως ουσ ουδ πλ |
| Kara and her boyfriend stayed in Montreal for several days and saw the sights. |
| Η Κάρα και το αγόρι της έμειναν στο Μόντρεαλ για μερικές μέρες και είδαν τα αξιοθέατα. |
sight [sth/sb]⇒ vtr | (observe, spot) | βλέπω ρ μ |
| After waiting an hour the tourists were delighted to sight dolphins. |
| Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια. |
sight [sth] towards [sth]⇒ vtr | (weapon: aim) (κάτι με κάτι) | στοχεύω, σημαδεύω ρ μ |
| (κάτι προς/σε κάτι) | στρέφω ρ μ |
| He sighted the arrow towards the target. |
| Σημάδεψε το στόχο με το βέλος. |
| Έστρεψε το βέλος προς το στόχο. |
Σύνθετοι τύποι:
|
at first sight adv | (instantly, immediately) | με την πρώτη ματιά, αμέσως, ακαριαία επίρ |
| At first sight, the town looked boring. |
by sight adv | (visually) | οπτικά επίρ |
| I don't know him personally, only by sight. |
catch sight of [sth/sb] v expr | (glimpse, notice) | πιάνει το μάτι μου έκφρ |
| | παρατηρώ, προσέχω ρ μ |
| When I caught sight of my appearance in the mirror, I immediately rushed back to my closet to change. |
| Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω. |
fall in love at first sight v expr | (become infatuated with a stranger) | ερωτεύομαι κεραυνοβόλα ρ αμ + επίρ |
| As soon as I saw him across the dancefloor, I fell in love at first sight. |
gun sight n | (aiming device on a firearm) | στόχαστρο ουσ ουδ |
| The sniper looked through the gun sight and took aim. |
in full sight adv | (clearly visible) | ξεκάθαρα επίρ |
in full sight of [sb] expr | (in clear view) (κάποιου) | μπροστά στα μάτια περίφρ |
| | σε κοινή θέα περίφρ |
in sight adj | (visible, within view) | που τον βλέπω περίφρ |
| | που είναι στο οπτικό μου πεδίο περίφρ |
| Make sure the children are in sight at all times while you're at the beach. |
in sight adj | figurative (close) | ορατός επίθ |
| | κοντά επίθ |
| | που πλησιάζει περίφρ |
| | εγγύς επίθ |
| Two weeks ago, I thought I'd never finish this project, but now the end is in sight. |
| Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό. |
line of sight n | (straight line of view) | ορίζοντας ουσ αρσ |
| He bent over to stay out of his pursuer's line of sight. |
lose sight of [sth/sb] v expr | (no longer see) | χάνω κτ/κπ από τα μάτια μου περίφρ |
| | δεν βλέπω πια κτ/κπ περίφρ |
| (επίσημο) | χάνω την οπτική επαφή με κτ/κπ περίφρ |
| We lost sight of that boat when it went around the bend in the river. |
lose sight of [sth] v expr | figurative (no longer be focused on) | χάνω ρ μ |
| When I lose sight of my goal, I waste time and accomplish nothing. |
love at first sight n | (instant romantic attraction to [sb]) | έρωτας με την πρώτη ματιά φρ ως ουσ αρσ |
| | κεραυνοβόλος έρωτας φρ ως ουσ αρσ |
| When Harry met Sally it wasn't love at first sight; they fell in love some years later. |
not lose sight of [sth/sb] v expr | (keep in view) | δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου έκφρ |
| Do not lose sight of your children around water. |
not lose sight of [sth] v expr | figurative (remain focused on) | δεν χάνω περίφρ |
| Don't lose sight of your goal, you're almost there. |
on sight, at sight adv | (upon seeing) | μόλις δω κτ έκφρ |
| (επίσημο) | επί τη εμφανίσει έκφρ |
| The man shot the burglar on sight. |
| Ο άντρας πυροβόλησε το ληστή μόλις τον είδε. |
| Ο άντρας πυροβόλησε το ληστή επί τη εμφανίσει του. |
out of sight adv | (outside visible range) | εκτός του οπτικού πεδίου επίρ |
Σχόλιο: επιρρηματικός προσδιορισμός |
| We know the actors are backstage, but they were out of sight. |
out of sight adj | (outside visible range) | εκτός του οπτικού πεδίου επίθ |
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός |
out of sight adj | dated, informal (great, amazing) (μεταφορικά) | φοβερός, τρομερός επίθ |
| (αργκό) | γαμάτος επίθ |
| That gig was out of sight! |
out of sight, out of mind expr | (people forget quickly) | μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονούνται έκφρ |
place [sth] out of sight v expr | (conceal [sth]) | κρύβω ρ μ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | εξαφανίζω ρ μ |
| Before the grandchildren arrive, I must place these biscuits out of sight! |
quite a sight n | ([sth] impressive to see) | εντυπωσιακό επίθ |
| | αξιοπρόσεκτος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | που αξίζει να τον δεις περίφρ |
| The bride was quite a sight, all in white fur and sequins. |
rare sight n | ([sth] not seen often) | σπάνιο θέαμα επίθ + ουσ ουδ |
second sight | (clairvoyance) | έκτη αίσθηση επίθ + ουσ θηλ |
sense of sight n | (vision) | αίσθηση της όρασης έκφρ |
sight draft | (draft payable on presentation) | συναλλαγματική όψεως φρ ως ουσ θηλ |
a sight for sore eyes expr | (welcome after tough time) | χάρμα οφθαλμών έκφρ |
| | χαίρομαι που βλέπω κπ/κτ έκφρ |
sight notch n | (part of aiming system on a gun) | στόχαστρο ουσ ουδ |
| (κατά λέξη) | στόχαστρο όπλου περίφρ |
sight unseen adv | (without having seen [sth]) | χωρίς να δω κτ περίφρ |
sight-singing n | (sing by looking at sheet music) | τραγούδι με παρτιτούρα περίφρ |
sight-read⇒ vi | (read music) | παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα περίφρ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
sight-read [sth]⇒ vtr | (read without sounding out letters) | διαβάζω από μέσα μου περίφρ |
sight-read [sth] vtr | (script: read unprepared) (ρόλος) | παίζω χωρίς προβα περίφρ |
| | ερμηνεύω χωρίς πρόβα περίφρ |
within sight adv | (closely enough to be seen) | στο οπτικό πεδίο επίρ |
| Some say that an end to the recession could be within sight in a few months. |